σφονδυλος

σφονδυλος
    σφόνδυλος
    σφόνδῠλος
    ὅ
    1) позвонок Eur., Arph., Plat., Arst. etc.
    2) вращательный диск веретена Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σφονδυλος" в других словарях:

  • σφόνδυλος — vertebra masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόνδυλος — Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική… …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλοις — σφόνδυλος vertebra masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλοισιν — σφόνδυλος vertebra masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλου — σφόνδυλος vertebra masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλους — σφόνδυλος vertebra masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλων — σφόνδυλος vertebra masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφονδύλῳ — σφόνδυλος vertebra masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόνδυλοι — σφόνδυλος vertebra masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόνδυλον — σφόνδυλος vertebra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»